Ἰουδαικῶν

Ἰουδαικῶν
Ἰουδαϊκῶν , Ἰουδαικός
a Jew
fem gen pl
Ἰουδαϊκῶν , Ἰουδαικός
a Jew
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ναζωραίος — α, ο (ΑΜ Ναζωραῑος, α, ον) [Ναζαρέτ] 1. (ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που κατάγεται από τη Ναζαρέτ τής Παλαιστίνης ή ο κάτοικος τής πόλης αυτής 2. προσωνυμία τού Ιησού Χριστού 3. (στον πληθ. ως ουσ.) οι Ναζωραίοι και Ναζαρηνοί α) οπαδοί ορισμένων… …   Dictionary of Greek

  • δευτέρωση — η (AM δευτέρωσις) η επανάληψη μσν. το σύνολο τών ιουδαϊκών παραδόσεων αρχ. 1. η δεύτερη σειρά ή τάξη …   Dictionary of Greek

  • καββάλα — (εβρ. kabbalah). Εβραϊκή μυστικιστική διδασκαλία, η οποία κατά τον 12o αι. άρχισε να αποκτά δική της οντότητα μέσα στο σύνολο των εβραϊκών μυστικιστικών διδασκαλιών. Σε αυτήν συναντώνται στοιχεία προηγούμενων ιουδαϊκών αντιλήψεων, αραβικής… …   Dictionary of Greek

  • νεοπλατωνισμός — ο φιλοσοφική κίνηση και διδασκαλία που διαμορφώθηκε στην Αλεξάνδρεια κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες και αποτέλεσε μίγμα πλατωνικών, γνωστικών, ιουδαϊκών και άλλων μυστικιστικών δοξασιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Αδ.… …   Dictionary of Greek

  • υψιστάριοι — και ὑψιστιανοί, οἱ, Α [ὕψιστος] εκκλ. αιρετικοί οι οποίοι δέχονταν έναν θεό ύψιστο και παντοκράτορα, όχι όμως ως πατέρα, και η διδασκαλία τους ήταν κράμα εθνικών, ιουδαϊκών και χριστιανικών στοιχείων, αλλ. ευχίτες ή μασσαλιανοί («ὑψισταρίοις, ὧν… …   Dictionary of Greek

  • Αθίγγανοι — Χριστιανοί αιρετικοί στο Βυζάντιο, τον 8ο αι. μ.Χ. Ονομάστηκαν έτσι επειδή δεν ήθελαν να τους αγγίξει (να θιγούν) κανένας αλλόθρησκος (ΚαθαροίΚαθάρειοι). Επίκεντρό τους ήταν το Αμόριο της Φρυγίας. Η θρησκεία τους ήταν μείγμα χριστιανικών και… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • επτάφωτη λυχνία — Βιβλικός όρος. Λυχνία που άναβε μπροστά στη σκηνή του μαρτυρίου των ιουδαϊκών ναών. Είναι γνωστή στα εβραϊκά ως μενόρα. Η ε.λ. του ναού των Ιεροσολύμων ήταν κατασκευασμένη από καθαρό χρυσό. Στον κορμό της προέβαλλαν τρία κλαδιά του ίδιου ύψους με …   Dictionary of Greek

  • Εσθήρ — I (5ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο πολλών εθνικοθρησκευτικών ιουδαϊκών παραδόσεων. Ζούσε στην Περσία μαζί με όσους ομόθρησκούς της δεν επωφελήθηκαν από το διάταγμα του Κύρου για να γυρίσουν στην πατρίδα τους μετά τη… …   Dictionary of Greek

  • Ζηλωτές — I Οπαδοί θρησκευτικής αίρεσης που αναφέρονται στη Βίβλο. Η αίρεση εμφανίστηκε στην Ιουδαία κατά το β’ μισό του 1ου αι. π.Χ. Οι ρίζες της ανάγονται στην εποχή των Μακκαβαίων. Κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας απέκτησε και πολιτικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”